ρηιτατος

ρηιτατος
    ῥηΐτατος
    эп. = ῥήϊστος См. ρηιστος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρηιτατος" в других словарях:

  • ρηΐτατος — άτη, ον, Α βλ. ῥήϊστος …   Dictionary of Greek

  • ράστος — άστη, ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. ῥάϊστος, ΐστη, ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, άτη, ον, Α (υπερθ. τ.) πάρα πολύ εύκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (I)] …   Dictionary of Greek

  • ρήϊστος — και δωρ. τ. ράϊστος, ΐστη, ον, και επικ. και ιων. τ. ρηΐτατος, άτη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) βλ. ῥᾱστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»